σύαγρος

σύαγρος
(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ-αγρος].
————————
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ-αγρος, μύ-αγρος].
————————
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α [Σύαγρος]
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο τής Αραβίας
2. ο καρπός τής χουρμαδιάς, χουρμάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σύαγρος — wild boar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — wild boar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγροις — Σύαγρος wild boar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγροις — σύαγρος wild boar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρου — Σύαγρος wild boar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρου — σύαγρος wild boar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρους — Σύαγρος wild boar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρους — σύαγρος wild boar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρων — Σύαγρος wild boar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρων — σύαγρος wild boar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”